ΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΜΟΝΑΔΑΣ: ΗΓΕΤΗΣ Ή ΔΙΕΚΠΕΡΑΙΩΤΗΣ άρθρο του Δημήτρη Κ. Χατζηπαναγιώτου

Τελεολογικά, λοιπόν, το ελληνικό Σχολείο του 21ου αιώνα επιζητά ένα διευθυντή-ηγέτη, που θα αφουγκράζεται την εκπαιδευτική κοινότητα ( μαθητές, γονείς, διδάσκοντες), θα λειτουργεί συνεργατικά και καταλυτικά στις όποιες διαφορές αναδύονται και θα αναλαμβάνει δραστικές πρωτοβουλίες

Τελεολογικά, λοιπόν, το ελληνικό Σχολείο του 21ου αιώνα επιζητά ένα διευθυντή-ηγέτη, που θα αφουγκράζεται την εκπαιδευτική κοινότητα ( μαθητές, γονείς, διδάσκοντες), θα λειτουργεί συνεργατικά και καταλυτικά στις όποιες διαφορές αναδύονται και θα αναλαμβάνει δραστικές πρωτοβουλίες

 

 Βασικό θέμα επικαιρότητας που απασχόλησε όχι μόνο την εκπαιδευτική κοινότητα, αλλά και την κοινωνία συλλήβδην -όταν η τρέχουσα ειδησεογραφία δεν ασχολούνταν με τα πιο «καυτάκαι εμπορικά» θέματα -   ήταν ο τρόπος ανάδειξης των διευθυντών Σχολικών Μονάδων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Το ζήτημα αναδείχθηκε περισσότερο  με την προσφυγή εμπλεκομένων στο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, στο Συμβούλιο της Επικρατείας, και με την εκδοθείσα απόφασή του που, τυπικά και ουσιαστικά, ακυρώνει τις σχετιζόμενες διατάξεις του νόμου4327/15 για την ανάδειξη των διευθυντών Σχολικών Μονάδων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Το μείζον ζήτημα, κατά την άποψη του υπογράφοντος,  δεν είναι ο τρόπος εκλογής τους και η κείμενη νομοθεσία που ορίζει τη διαδικασία - αυτά τα θέματα άλλωστε χρήζουν πολιτικής, παιδαγωγικής και ,κυρίως, νομικής προσέγγισης-, αλλά τα ουσιαστικά προσόντα, τα χαρακτηριστικά και η δυνατότητα χειρισμού ακόμα και συγκρουσιακών καταστάσεων των στελεχώναυτών μέσα στο πλαίσιο ενός ζωντανού οργανισμού, δηλαδή του Σχολείου. Σε πιο αδρές γραμμές, η εκπαιδευτική κοινότητα οφείλει αρχικά  να προβληματίζεται για τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των Διευθυντών Σχολικών Μονάδων, για το «εἶναι» και λιγότερο για το «φαίνεσθαι», με την αναγκαία προϋπόθεση πως η όποια διαδικασία εκλογής να αναδεικνύει και να μην ακυρώνει τα στοιχεία αυτά• εκτός και αν ερμηνεύουμε τις λέξεις κατά το δοκούν, κατά τη θουκυδίδεια ρήση «καὶ τὴν εἰωθυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ἐς τὰ ἔργα ἀντήλλαξαν τῇ δικαιώσει».

Με βάση το παραπάνω σκεπτικό, είναι πασίδηλο ότι βασική επιδίωξη της Πολιτείας πρέπει να είναι η «χαρτογράφηση» και η ανάδειξη των χαρακτηριστικών του Διευθυντή της Σχολικής Μονάδας. Στο «ανοιχτό σχολείο» του 21ουαιώνα τα στελέχη των Σχολικών Μονάδων δε δρουν πλέον σε ένα πλήρως συγκεντρωτικό μοντέλο διοίκησης, αλλά ενεργούν στο πλαίσιο ενός αποσυγκεντρωμένου συστήματος που τείνει να μετεξελιχθεί σε αποκεντρωμένο. Επομένως, η νέα  πραγματικότητα αξιώνει διευθυντές που δε θα είναι απλοί διαχειριστές, δηλαδή δε θα αναλώνονται μόνο σε  μεθοδικές προσπάθειες προγραμματισμού, οργάνωσης, διεύθυνσης και ελέγχου των  δραστηριοτήτων για την επιτυχία δεδομένων σκοπών του Σχολείου, ούτε θα αρκούνται σε μια τυπική διοίκηση,χωρίς να λαμβάνουν πρωτοβουλίες συνάδουσες με το σχολικό κλίμα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε Σχολικής Μονάδας.

Τελεολογικά, λοιπόν, το ελληνικό Σχολείο του 21ου αιώνα επιζητά ένα διευθυντή-ηγέτη, που θα αφουγκράζεται την εκπαιδευτική κοινότητα ( μαθητές, γονείς, διδάσκοντες), θα λειτουργεί συνεργατικά και καταλυτικά στις όποιες διαφορές αναδύονται και θα αναλαμβάνει δραστικές πρωτοβουλίες. Με άλλα λόγια, ο διευθυντής/ηγέτης δεν πρέπει να περιορίζεται σε αυστηρά διαχειριστικά πλαίσια, αλλά αντίθετα οφείλει να υπερβαίνει τα ασφυκτικά όρια της τυποποιημένης άσκησης εξουσίας και να  αναδεικνύεται σε ηγέτη, που εμπνέει, παρωθεί, κινητοποιεί τις δημιουργικές δυνάμεις που υπάρχουν στο Σχολείο και επιτυγχάνει τα βέλτιστα αποτελέσματα για το σχολικό οργανισμό, για τους εργαζομένους και φυσικά για τους μαθητές • να αναγνωρίζει, επίσης, τον εποικοδομητικό και δυναμικό ρόλο των αλληλεπιδράσεων, να επιδιώκει την ανάπτυξη ηγετικών ικανοτήτων στο εκπαιδευτικό δυναμικό του Σχολείου και να συμβάλλει καθοριστικά στην ανάπτυξη της ικανότητας του οργανισμού ( capacitybuilding).

Αυτά τα χαρακτηριστικά, λοιπόν, πρέπει να αναζητηθούν στους υποψήφιους Διευθυντές των Σχολικών Μονάδων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης . Η αναζήτηση για το δέον νομικό πλαίσιο που θα καθορίζει τις διαδικασίες εκλογής των στελεχών αυτών είναι η αναγκαία προϋπόθεση για την τελεσφόρηση  του προβληματισμού αυτού, αλλά δεν είναι και επαρκής για την ανάδειξη των διευθυντών – ηγετών. Οφείλει, αρχικά, η ελληνική Πολιτεία να συνδράμει καταλυτικά στην εμπέδωση αυτού του μοντέλου διεύθυνσης στα Σχολεία και ύστερα να ασχοληθεί συστηματικά με την κείμενη νομοθεσία που θα διασφαλίζει την αντικειμενικότητα, την ισονομία και την απάλειψη κάθε μορφής αναξιοκρατίας στις διαδικασίες εκλογής. Διαφορετικά, ο διευθυντής του Σχολείου θα περιχαρακωθεί σε ένα διαχειριστικό πλαίσιο άσκησης εξουσίας, χωρίς δυνατότητα ουσιωδών παρεμβάσεων και –κυρίως-με έκδηλη την αδυναμία να εμπνεύσει μαθητές, γονείς και συναδέλφους.

Δημήτριος Κ. Χατζηπαναγιώτου,