Τ' ΑΠΑΡΑΤΗΡΗΤΑ

Θλίψη, βαθιά θλίψη

Ας μου συγχωρεθεί ο προσωπικός τόνος, αλλά μόνον με αυτόν τον τρόπο μπορώ να εκφράσω τη βαθιά μου θλίψη για μία σειρά εξελίξεων που έρχονται με παταγώδη τρόπο να διαψεύσουν ελπίδες και προσδοκίες χρόνων, χτισμένες πάνω σε πραγματικά δύσκολους και επίπονους αγώνες. 

Ας μου συγχωρεθεί ο προσωπικός τόνος, αλλά μόνον με αυτόν τον τρόπο μπορώ να εκφράσω τη βαθιά μου θλίψη για μία σειρά εξελίξεων που έρχονται με παταγώδη τρόπο να διαψεύσουν ελπίδες και προσδοκίες χρόνων, χτισμένες πάνω σε πραγματικά δύσκολους και επίπονους αγώνες. 

 Ας μου συγχωρεθεί ο προσωπικός τόνος, αλλά μόνον με αυτόν τον τρόπο μπορώ να εκφράσω τη βαθιά μου θλίψη για μία σειρά εξελίξεων που έρχονται με παταγώδη τρόπο να διαψεύσουν ελπίδες και προσδοκίες χρόνων, χτισμένες πάνω σε πραγματικά δύσκολους και επίπονους αγώνες.

Ανεξαρτήτως των βάσιμων (όπως εκ των υστέρων αποδεικνύεται) επιφυλάξεων που με κρατούσαν (και με κρατούν) μακριά από τις πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων χρόνων, διατηρούσα την κρυφή (και μόνη, ίσως) ελπίδα πως η «πρώτη φορά Αριστερά» αν μη τι άλλο θα έφερνε στο προσκήνιο ένα άλλο αξιακό σύστημα, πως θα επαναπροσδιόριζε με όρους αληθινής δημοκρατίας τους κανόνες ενός «παιχνιδιού» που έμοιαζε κομμένο και ραμμένο για τους εκάστοτε τυχοδιώκτες, καιροσκόπους και κομματικούς εγκάθετους.

Και αν η έκφραση αξιακό σύστημα ακούγεται σε πολλούς ως βαρύγδουπη και ασαφής ή ακόμη και ως «αριστερίστικο ευφυολόγημα», θα μπορούσα να εστιάσω την προσοχή μου στην πλέον απλή και συγκαταβατική προσδοκία, που αφορά στην προστασία και ανάδειξη του δημόσιου χώρου. Ο δημόσιος χώρος ως κοινωνικό αγαθό, έχει γνωρίσει και εξακολουθεί να γνωρίζει στη χώρα μας τον απόλυτο ευτελισμό, καθώς συνιστά έννοια άνευ ουσίας καθώς δεν έχει άμεσο «χρησιμοθηρικό χαρακτήρα». Για πάρα πολλά χρόνια θεωρούνταν από τους πολιτικούς που κανοναρχούσαν τον πολιτικό βίο της χώρας ως μία έννοια άυλη, που για να αποκτήσει υπόσταση θα έπρεπε πάραυτα να ζυγιαστεί  με την αξία της εκποίησής της. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, δυστυχώς, πέρασε η αντίληψη αυτή  και στους πολίτες, που εκπαιδεύτηκαν στην αποκλειστική υπηρέτηση και ικανοποίηση του προσωπικού τους συμφέροντος, παραβλέποντας το δημόσιο όφελος.

Η αλλαγή αυτής της αντίληψης πίστευα πως θα αποτελούσε ένα από τα κομβικά στοιχεία της νέας διακυβέρνησης. Όμως δυστυχώς και εδώ διαψεύστηκα.

Το θέμα της διαχείρισης (ή καλύτερα, της εκποίησης με όρους αποικιοκρατικούς) των τεραστίων χώρων που καταλαμβάνουν τα ανενεργά στρατόπεδα, για να έρθω στο δια ταύτα αυτού του κειμένου, έρχεται ως κατακλείδα (σειράς αντίστοιχων αποφάσεων) για να επισφραγίσει το τέλος και αυτής της ελπίδας.

Συνυπηρέτησα για πολλά χρόνια με αξιόλογους ανθρώπους και με κύριο όχημα το δημοτικό σχήμα της «διάβασης πεζών», τον αγώνα για την παραχώρηση των στρατοπέδων στους πραγματικούς τους ιδιοκτήτες, τους Σερραίους δημότες. Είμασταν εξ’ αρχής λίγοι, αλλά υπήρχε πολιτική βούληση, τόλμη, αποφασιστικότητα, περίσσευμα ψυχής και πάνω από όλα πάθος και συντροφικότητα. Εκδώσαμε αφίσες και φυλλάδια, διοργανώσαμε δράσεις στα στρατόπεδα,  μοιραστήκαμε τις προσπάθειές μας με ανθρώπους από όλη την Ελλάδα (Κρήτη, Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Γιάννινα, Γιαννιτσά, Καβάλα…), μαζέψαμε υπογραφές, αναδείξαμε σε ημερίδες την αρχιτεκτονική, τη συναισθηματική και ιστορική αξία του κτιριακού αποθέματος των στρατοπέδων (με τη βοήθεια αρχιτεκτόνων και υπαλλήλων της εφορείας νεότερων μνημείων), συγκρουστήκαμε με τη λογική του παζαριού στο οποίο και αναλώνονταν ο νυν και ο τέως δήμαρχος, δώσαμε ουκ ολίγες συνεντεύξεις, παρουσιάσαμε σκαριφήματα ανάπλασης των χώρων, μιλήσαμε με κοινωνικούς φορείς, μέχρι και ταινία μικρού μήκους καταστρώσαμε για να ευαισθητοποιήσουμε το κοινό της πόλης. 

Και μετά τι;

Έρχεται ένας υπουργός Εθνικής Άμυνας (χαρακτηρίζεται και ως λαθρεπιβάτης της εξουσίας) και με την σύμφωνη γνώμη της «πρώτη φορά Αριστερά» κυβέρνησης  δηλώνει ευθαρσώς πως τα στρατόπεδα είναι τσιφλίκι του Υπουργείου (ακόμη και αυτά – όπως του Παπαλουκά – που αποδεδειγμένα ανήκουν στους Δήμους) και πως όποιος θέλει να τα οικειοποιηθεί «πλερώνει» και μάλιστα «πλερώνει» αδρά.

Οι νυν και τέως «παζαρτζήδες» σκίζουν τα ιμάτιά τους, καθώς βλέπουν να ακυρώνονται οι άτυπες συμφωνίες τους, ζητώντας εναγωνίως την τήρηση των υπεσχημένων. Και άντε αυτοί, πες πως παραμένουν «συνεπείς» μέσα στη αποστειρωμένη διαχειριστική λογική τους, αλλά εμείς οι άλλοι που δώσαμε κομμάτι της ψυχής μας για αυτή την υπόθεση πως αντιδρούμε;

Κάποιοι (λιγότερο ή περισσότερο παραιτημένοι) εκφράζουν ιδιωτικά ή δημόσια  τη θλίψη και την πικρία τους, επιλέγοντας εντέλει το δρόμο της αποστασιοποίησης, κάποιοι άλλοι εξακολουθούν, παραμένοντας ενεργοί πολίτες, να διεκδικούν το παρελθόν τους με την ίδια συνέπεια, σώζοντας αν μη τι άλλο τη τιμή τους. Όμως υπάρχουν και αυτοί που κατά συνείδηση ή κατά σύμπτωση βρέθηκαν να υπηρετούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το κυβερνών κόμμα. Αυτοί φαίνεται πως έχουν επιλέξει την εκκωφαντική σιωπή, καταδεικνύοντας έτσι την πραγματικά μεγάλη δύναμη που έχει το εκτυφλωτικό φως της εξουσίας.

Παραγνωρίζοντας, απ’ ότι φαίνεται, έναν από τους χαρακτηριστικούς στίχους του Μανόλη Αναγνωστάκη, που μέχρι τέλους στάθηκε αν μη τι άλλο συνεπής στις ιδέες του: «Να ξέρεις πάντα το πότε και το που».

Και μετά τι; Θα επιμείνει πιθανώς ο αναγνώστης, αναζητώντας έναν «παραινετικό» επίλογο.

Το Μετά υπάρχει όσο υπάρχει το θαρραλέο ΕΓΩ της προσωπικής ευθύνης. 

 

Κώστας Πασχάλης